- διαπίδυση
- ηη αμοιβαία διείσδυση υγρών ή αερίων μέσω των πόρων του διαφράγματος που τα χωρίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
διαπιδυτικός — ή, ό [διαπίδυση] 1. αυτός που αναφέρεται στη διαπίδυση 2. αυτός που έχει την ιδιότητα τής διαπίδυσης … Dictionary of Greek
κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… … Dictionary of Greek
ενδώσμωση — η 1. η διείσδυση μιας υγράς ουσίας μέσα σε μια άλλη λόγω διαφοράς πιέσεως, διαπίδυση 2. φρ. «ενδώσμωση ηλεκτρική» η είσδυση φαρμακευτικών παραγόντων μέσα στο δέρμα με την επίδραση τού ηλεκτρισμού … Dictionary of Greek
ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… … Dictionary of Greek
πολυγράφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
πολύγραφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
εξώσμωση — Φαινόμενο κατά το οποίο γίνεται διείσδυση ή διαπίδυση μέσα από ένα πορώδες διάφραγμα, που χωρίζει ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από άλλο πυκνότερο κατά μια διεύθυνση αντίθετη από ό,τι στην ώσμωση (ή ενδώσμωση). Η ε.… … Dictionary of Greek
ηλεκτροδιαπιδυτήρας — Συσκευή κατάλληλη να διαχωρίζει τα κολλοειδή μόρια από τις ηλεκτρολυτικές ουσίες ενός διαλύματος. Βλ. λ. διαπίδυση … Dictionary of Greek